- ποσαπλοῦς
- ποσα-πλοῦς, ῆ, οῦν, = foreg., Gal.13.872. Adv.A
-πλῶς;
how many times?LXX
Ps.62(63).1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-πλῶς;
how many times?LXX
Ps.62(63).1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποσαπλούς — ή, οῡν, Α ποσαπλάσιος. επίρρ... ποσαπλῶς πόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πλοῦς (βλ. λ. πλός), κατά το πολλαπλοῦς και τα πολλαπλ. αριθμ. σε πλοῡς (πρβλ. πενταπλοῦς)] … Dictionary of Greek
-πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
ποσαπλώς — Α επίρρ. βλ. ποσαπλοῡς … Dictionary of Greek